κατακρύβδην

κατακρύβδην
κατακρύβδην (Α)
επίρρ. κρυφά, λαθραία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατα-κρυβ- τού κατακρύπτω «κρύβω κάτι εντελώς» (πρβλ. παθ. αόρ. β' κατ-ε-κρύβ-ην) + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. συλλήβ-δην, φύρ-δην)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”